- αροκάνιστος
- -η, -οαπλάνιστος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απλάνιστος — κ. απλανιάριστος, η, ο [πλανίζω] 1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος 2. ασυμμόρφωτος 3. αγροίκος … Dictionary of Greek